- ἀκατάβλητοι
- ἀκατάβλητοςirrefragablemasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακατάβλητος — η, ο (Α ἀκατάβλητος, ον) [καταβάλλω] 1. εκείνος που κανείς δεν μπορεί να τόν καταβάλει, να τον ρίξει κάτω, ακαταμάχητος 2. αυτός που δεν έχει καταβληθεί, δεν έχει εξασθενήσει, ο ακμαίος νεοελλ. αυτός που δεν έχει καταβληθεί, δεν έχει εξοφληθεί… … Dictionary of Greek
κονδοτιέρος — (condothiero). Ο αρχηγός μισθοφορικών στρατευμάτων κατά τον Μεσαίωνα. Αργότερα επικράτησε αυτός ο χαρακτηρισμός γενικά για όλους τους μισθοφόρους και επιπλέον για τους πολεμιστές των άτακτων ομάδων, οι οποίες, στη διάρκεια της μάχης, βοηθούσαν… … Dictionary of Greek